Ετυμολογία

επεξεργασία

γεύω < θεωρείται ότι η ρίζα του γευσ είναι συγγενής με του λατινικού gustare και με του σανσκριτικού gush

γεύω (μέσο: γεύομαι, μεταγενέστερο, σήμαινε τρώγω)

  1. παρέχω γεύση
  2. αισθάνομαι γεύση, δοκιμάζω

Συγγενικά

επεξεργασία