μεσημέρι
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | μεσημέρι | τα | μεσημέρια |
γενική | του | μεσημεριού | των | μεσημεριών |
αιτιατική | το | μεσημέρι | τα | μεσημέρια |
κλητική | μεσημέρι | μεσημέρια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- μεσημέρι < μεσαιωνική ελληνική μεσημέρι(ν) < ελληνιστική κοινή μεσημέριον, ουδέτερο του μεσημέριος < αρχαία ελληνική μέσος + ἡμέρα
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /me.siˈme.ɾi/
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
μεσημέρι ουδέτερο
- το μέσο της ημέρας, το χρονικό διάστημα ανάμεσα στο πρωί και το απόγευμα. Συνήθως αναφέρεται στο διάστημα 12-3 μ.μ.
ΑντώνυμαΕπεξεργασία
Επεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
μεσημέρι
|