Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

μεσημεριάζει < (τριτοπρόσωπο ρήμα) μεσημεριάζω

  Ρήμα επεξεργασία

μεσημεριάζει , πρτ.: μεσημέριαζε, στ.μέλλ.: θα μεσημεριάσει, αόρ.: μεσημέριασε

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

μεσημεριάζει

  • γ' πρόσωπο ενικού οριστικής ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος μεσημεριάζω