Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

μεσημεριάζω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική μεσημεριάζω < μεσημέρ(ιν) + -ιάζω

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /me.si.meɾˈʝa.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: με‐ση‐με‐ριά‐ζω

  Ρήμα επεξεργασία

μεσημεριάζω, αόρ.: μεσημάριασα, παθ.φωνή: μεσημεριάζομαι, π.αόρ.: μεσημεριάστηκα, μτχ.π.π.: μεσημεριασμένος

  1. χρονοτριβώ μέχρι να φτάσει το μεσημέρι
  2. (λαϊκότροπο) ξαπλώνω ή/και κοιμάμαι το μεσημέρι
    → δείτε και τη λέξη σιέστα
  3. (απρόσωπο) → δείτε τη λέξη μεσημεριάζει: έρχεται το μεσημέρι

Συγγενικές λέξεις επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

μεσημεριάζω < μεσημέρ(ιν) + -ιάζει, τρίτο ενικό πρόσωπο του -ιάζω

  Ρήμα επεξεργασία

μεσημεριάζω

  Πηγές επεξεργασία