μεσημεριάζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μεσημεριάζω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική μεσημεριάζω < μεσημέρ(ιν) + -ιάζω
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /me.si.meɾˈʝa.zo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : με‐ση‐με‐ριά‐ζω
Ρήμα
επεξεργασίαμεσημεριάζω, αόρ.: μεσημάριασα, παθ.φωνή: μεσημεριάζομαι, π.αόρ.: μεσημεριάστηκα, μτχ.π.π.: μεσημεριασμένος
- χρονοτριβώ μέχρι να φτάσει το μεσημέρι
- (λαϊκότροπο) ξαπλώνω ή/και κοιμάμαι το μεσημέρι
- → δείτε και τη λέξη σιέστα
- (απρόσωπο) → δείτε τη λέξη μεσημεριάζει: έρχεται το μεσημέρι
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη μεσημέρι
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | μεσημεριάζω | μεσημέριαζα | θα μεσημεριάζω | να μεσημεριάζω | μεσημεριάζοντας | |
β' ενικ. | μεσημεριάζεις | μεσημέριαζες | θα μεσημεριάζεις | να μεσημεριάζεις | μεσημέριαζε | |
γ' ενικ. | μεσημεριάζει | μεσημέριαζε | θα μεσημεριάζει | να μεσημεριάζει | ||
α' πληθ. | μεσημεριάζουμε | μεσημεριάζαμε | θα μεσημεριάζουμε | να μεσημεριάζουμε | ||
β' πληθ. | μεσημεριάζετε | μεσημεριάζατε | θα μεσημεριάζετε | να μεσημεριάζετε | μεσημεριάζετε | |
γ' πληθ. | μεσημεριάζουν(ε) | μεσημέριαζαν μεσημεριάζαν(ε) |
θα μεσημεριάζουν(ε) | να μεσημεριάζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | μεσημέριασα | θα μεσημεριάσω | να μεσημεριάσω | μεσημεριάσει | ||
β' ενικ. | μεσημέριασες | θα μεσημεριάσεις | να μεσημεριάσεις | μεσημέριασε | ||
γ' ενικ. | μεσημέριασε | θα μεσημεριάσει | να μεσημεριάσει | |||
α' πληθ. | μεσημεριάσαμε | θα μεσημεριάσουμε | να μεσημεριάσουμε | |||
β' πληθ. | μεσημεριάσατε | θα μεσημεριάσετε | να μεσημεριάσετε | μεσημεριάστε | ||
γ' πληθ. | μεσημέριασαν μεσημεριάσαν(ε) |
θα μεσημεριάσουν(ε) | να μεσημεριάσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω μεσημεριάσει | είχα μεσημεριάσει | θα έχω μεσημεριάσει | να έχω μεσημεριάσει | ||
β' ενικ. | έχεις μεσημεριάσει | είχες μεσημεριάσει | θα έχεις μεσημεριάσει | να έχεις μεσημεριάσει | ||
γ' ενικ. | έχει μεσημεριάσει | είχε μεσημεριάσει | θα έχει μεσημεριάσει | να έχει μεσημεριάσει | ||
α' πληθ. | έχουμε μεσημεριάσει | είχαμε μεσημεριάσει | θα έχουμε μεσημεριάσει | να έχουμε μεσημεριάσει | ||
β' πληθ. | έχετε μεσημεριάσει | είχατε μεσημεριάσει | θα έχετε μεσημεριάσει | να έχετε μεσημεριάσει | ||
γ' πληθ. | έχουν μεσημεριάσει | είχαν μεσημεριάσει | θα έχουν μεσημεριάσει | να έχουν μεσημεριάσει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | μεσημεριάζομαι | μεσημεριαζόμουν(α) | θα μεσημεριάζομαι | να μεσημεριάζομαι | ||
β' ενικ. | μεσημεριάζεσαι | μεσημεριαζόσουν(α) | θα μεσημεριάζεσαι | να μεσημεριάζεσαι | ||
γ' ενικ. | μεσημεριάζεται | μεσημεριαζόταν(ε) | θα μεσημεριάζεται | να μεσημεριάζεται | ||
α' πληθ. | μεσημεριαζόμαστε | μεσημεριαζόμαστε μεσημεριαζόμασταν |
θα μεσημεριαζόμαστε | να μεσημεριαζόμαστε | ||
β' πληθ. | μεσημεριάζεστε | μεσημεριαζόσαστε μεσημεριαζόσασταν |
θα μεσημεριάζεστε | να μεσημεριάζεστε | (μεσημεριάζεστε) | |
γ' πληθ. | μεσημεριάζονται | μεσημεριάζονταν μεσημεριαζόντουσαν |
θα μεσημεριάζονται | να μεσημεριάζονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | μεσημεριάστηκα | θα μεσημεριαστώ | να μεσημεριαστώ | μεσημεριαστεί | ||
β' ενικ. | μεσημεριάστηκες | θα μεσημεριαστείς | να μεσημεριαστείς | μεσημεριάσου | ||
γ' ενικ. | μεσημεριάστηκε | θα μεσημεριαστεί | να μεσημεριαστεί | |||
α' πληθ. | μεσημεριαστήκαμε | θα μεσημεριαστούμε | να μεσημεριαστούμε | |||
β' πληθ. | μεσημεριαστήκατε | θα μεσημεριαστείτε | να μεσημεριαστείτε | μεσημεριαστείτε | ||
γ' πληθ. | μεσημεριάστηκαν μεσημεριαστήκαν(ε) |
θα μεσημεριαστούν(ε) | να μεσημεριαστούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω μεσημεριαστεί | είχα μεσημεριαστεί | θα έχω μεσημεριαστεί | να έχω μεσημεριαστεί | μεσημεριαμένος | |
β' ενικ. | έχεις μεσημεριαστεί | είχες μεσημεριαστεί | θα έχεις μεσημεριαστεί | να έχεις μεσημεριαστεί | ||
γ' ενικ. | έχει μεσημεριαστεί | είχε μεσημεριαστεί | θα έχει μεσημεριαστεί | να έχει μεσημεριαστεί | ||
α' πληθ. | έχουμε μεσημεριαστεί | είχαμε μεσημεριαστεί | θα έχουμε μεσημεριαστεί | να έχουμε μεσημεριαστεί | ||
β' πληθ. | έχετε μεσημεριαστεί | είχατε μεσημεριαστεί | θα έχετε μεσημεριαστεί | να έχετε μεσημεριαστεί | ||
γ' πληθ. | έχουν μεσημεριαστεί | είχαν μεσημεριαστεί | θα έχουν μεσημεριαστεί | να έχουν μεσημεριαστεί |
Μεταφράσεις
επεξεργασία χρονοτριβώ μέχρι το μεσημέρι
|
ξαπλώνω το μεσημέρι
|
Πηγές
επεξεργασία- μεσημεριάζω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Ετυμολογία
επεξεργασία- μεσημεριάζω < μεσημέρ(ιν) + -ιάζει, τρίτο ενικό πρόσωπο του -ιάζω
Ρήμα
επεξεργασίαμεσημεριάζω
- → δείτε τη λέξη μεσημεριάζει (τριτοπόσωπο, απρόσωπο)
Πηγές
επεξεργασία- μεσημεριάζω - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].