ξεμεσημέριασμα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ξεμεσημέριασμα < ξεμεσημεριάζω + -μα < ξε- + μεσημεριάζω
Ουσιαστικό
επεξεργασίαξεμεσημέριασμα ουδέτερο
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του ξεμεσημεριάζω
Συγγενικά
επεξεργασία- ξεμεσημεριάζω
- → δείτε τη λέξη μεσημέρι
Μεταφράσεις
επεξεργασία ξεμεσημέριασμα
|