Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

midday (en) (μη μετρήσιμο)

  • το μεσημέρι
    It’s midday Saturday.
    Είναι μεσημέρι Σάββατο.
    I took a midday nap and rested.
    Πήρα έναν υπνάκο το μεσημέρι και ξεκουράστηκα.

  Πηγές επεξεργασία