απόγευμα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- απόγευμα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἀπόγευμα < ἀπό + αρχαία ελληνική γεῦμα[1] < αρχαία ελληνική ἀπογεύω < ἀπό + γεύω, Διαφορετικό το ελληνιστικό ἀπόγευμα (το να γευτείς).[2]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /aˈpo.ʝev.ma/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐πό‐γευ‐μα
Ουσιαστικό
επεξεργασίααπόγευμα ουδέτερο
- το διάστημα της ημέρας ανάμεσα στο μεσημέρι και στη δύση του ήλιου
- ⮡ Συνήθως με το «απόγευμα» εννοούμε το χρονικό διάστημα μετά το μεσημέρι και μέχρι τη δύση του ήλιου. Μετά, ξεκινάει το βράδυ ή η εσπέρα.
- ※ Είναι αδύνατο να ζήσης το απόγευμα της ζωής με τα προγράμματα που είναι κατάλληλα για το πρωινό, γιατί αυτό που είχε μεγάλη σημασία τότε, θα έχει πολύ λίγη σημασία τώρα και η αλήθεια του πρωινού θα είναι το ψέμα του απογεύματος.
- Φιλόθεος Φάρος, Ούτε πολύ νωρίς ούτε πολύ αργά, εκδόσεις: Αρμός, Αθήνα 2013, 9η έκδοση. ISBN 978-960-527-761-1.
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- απογευματάκι / απογεματάκι / απογιοματάκι
- απογευματινά / απογεματινά
- απογευματινή / απογεματινή
- απογευματινό / απογεματινό
- απογευματινός / απογεματινός / απογεματιανός
- → δείτε τις λέξεις απογεύομαι και γεύομαι
Επίρρημα
επεξεργασίααπόγευμα ουδέτερο
- κατά τη διάρκεια του απογεύματος
Μεταφράσεις
επεξεργασία απόγευμα
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
- ↑ απόγευμα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας