Ετυμολογία

επεξεργασία
early < (κληρονομημένο) μέση αγγλική erly / erli < αγγλοσαξονική ǣrlīce < ǣr (πριν) + -līce

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈɜː(ɹ).li/

  Επίθετο

επεξεργασία
παραθετικά
θετικός early
συγκριτικός earlier
υπερθετικός earliest

early (en)

  1. πρώιμος, πρόωρος
     συνώνυμα: premature
     αντώνυμα: late
  2. πρώτος, πρωτόφαντος
     συνώνυμα: first
     αντώνυμα: last

Πολυλεκτικοί όροι

επεξεργασία

Εκφράσεις

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Επίρρημα

επεξεργασία
παραθετικά
θετικός early
συγκριτικός earlier
υπερθετικός earliest

early (en)

  1. νωρίς, πρωί, κοντά στην αρχή μιας χρονικής περιόδου, ενός γεγονότος, ενός έργου κτλ.
    ⮡  You should come early in the afternoon.
    Να έρθεις νωρίς το απόγευμα.
    ⮡  We arrived early in the afternoon.
    Φτάσαμε νωρίς το βράδυ.
    ⮡  The first symptoms of decline appeared early.
    Τα πρώτα συμπτώματα της παρακμής παρουσιάστηκαν νωρίς.
    ⮡  very early the next day - πρωί-πρωί την άλλη μέρα
    ⮡  We will be waiting for you as early as tomorrow.
    Αύριο κιόλας θα σε περιμένουμε.
  2. νωρίς, πρωί, πριν από τη συνηθισμένη, αναμενόμενη ή σχεδιασμένη ώρα
    ⮡  I go to sleep and get up early.
    Κοιμάμαι και σηκώνομαι νωρίς.
    ⮡  Luckily we arrived early.
    Ευτυχώς φτάσαμε νωρίς.
    ⮡  We shouldn’t have come so early.
    Δεν έπρεπε να έρθουμε τόσο νωρίς.
    ⮡  They lost their father too early.
    Έχασαν τον πατέρα τους πολύ νωρίς.
    ⮡  It’s still too early.
    Είναι πολύ πρωί ακόμα.
    ⮡  I got up very early.
    Σηκώθηκα πολύ πρωί.
  3. (earlier) νωρίτερα, μπροστά από, πριν από τον παρόντα χρόνο ή τον χρόνο που αναφέρεται
    ⮡  You should have thought of it/done it earlier.
    Αυτό έπρεπε να το σκεφτείς/να το κάνεις νωρίτερα.
    ⮡  I bought them two months earlier.
    Τα αγόρασα μπροστά από δυο μήνες.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη before

Συνώνυμα

επεξεργασία

Αντώνυμα

επεξεργασία