early
Αγγλικά (en) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- early < (κληρονομημένο) μέση αγγλική erly / erli < αγγλοσαξονική ǣrlīce < ǣr (πριν) + -līce
Προφορά Επεξεργασία
Επίρρημα Επεξεργασία
early (en)
Συνώνυμα Επεξεργασία
Αντώνυμα Επεξεργασία
Επίθετο Επεξεργασία
early (en) , συγκριτικός : earlier, υπερθετικός : earliest