last
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ετυμολογία 1 επεξεργασία
Επίρρημα επεξεργασία
last (en) (χωρίς παραθετικά)
- περασμένος, το πιο πρόσφατο
- ↪ Next summer will be hotter than last.
- Το επόμενο καλοκαίρι θα είναι πιο ζεστό από το περασμένο.
- ↪ Next summer will be hotter than last.
Ουσιαστικό επεξεργασία
last (en) (με the, πληθυντικός: the last)
- ο τελευταίος, το πρόσωπο ή το πράγμα που έρχεται ή γίνεται μετά από όλα τα άλλα παρόμοια άτομα ή πράγματα
- ↪ He was the last to leave.
- Ήταν ο τελευταίος που έφυγε.
- ↪ He was the last to leave.
- (μόνο ενικός) τελευταίος, το πιο πρόσφατο
- ↪ I’m afraid we haven’t seen/heard the last of him.
- Φοβάμαι πως δεν τον είδαμε/ακούσαμε για τελευταία φορά.
- ↪ I’m afraid we haven’t seen/heard the last of him.
Προσδιοριστής επεξεργασία
last (en)
- (μόνο πριν από το ουσιαστικό) τελευταίος, περασμένος, το πιο πρόσφατο
- ↪ The last time I saw him…
- Την τελευταία φορά που τον είδα…
- ↪ Palamas’ last book - το τελευταίο βιβλίο του Παλαμά
- ↪ last winter - περασμένος χειμώνας
- ↪ the last year/generation - η περασμένη χρονιά/γενιά
- ↪ Next summer will be hotter than last one.
- Το επόμενο καλοκαίρι θα είναι πιο ζεστό από το περασμένο.
- ↪ The last time I saw him…
- (μόνο πριν από το ουσιαστικό) τελευταίος, το μόνο που μένει
Ρήμα επεξεργασία
ενεστώτας | last |
γ΄ ενικό ενεστώτα | lasts |
αόριστος | lasted |
παθητική μετοχή | lasted |
ενεργητική μετοχή | lasting |
last (en)
- (αμετάβατο) διαρκώ, κρατώ, συνεχίζω να υπάρχω
- ↪ How long will this nice weather last?
- Πόσο θα διαρκέσει αυτός ο ωραίος καιρός;
- ↪ His fame will not last.
- Η φήμη του δεν θα διαρκέσει.
- ↪ How long will your vacation last?
- Πόσο διαρκούν οι διακοπές σου;
- ↪ It will last longer than a month.
- Θα διαρκέσει πάνω από μήνα.
- ↪ Our conversation lasted an hour.
- Η συνομιλία μας κράτησε μια ώρα.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη persist
- ↪ How long will this nice weather last?
Ετυμολογία 2 επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
last (en)
Πηγές επεξεργασία
- last (adverb) - Oxford Learner's Dictionaries
- last (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- last (determiner) - Oxford Learner's Dictionaries
- last (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- last (noun 2) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 872-873. ISBN 9780194325684., λήμμα: τελευταίος