Δείτε επίσης: τελευταῖος
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο τελευταίος η τελευταία το τελευταίο
      γενική του τελευταίου της τελευταίας του τελευταίου
    αιτιατική τον τελευταίο την τελευταία το τελευταίο
     κλητική τελευταίε τελευταία τελευταίο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι τελευταίοι οι τελευταίες τα τελευταία
      γενική των τελευταίων των τελευταίων των τελευταίων
    αιτιατική τους τελευταίους τις τελευταίες τα τελευταία
     κλητική τελευταίοι τελευταίες τελευταία
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
τελευταίος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική τελευταῖος < τελευτή < τέλος

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /te.leˈfte.os/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τε‐λευ‐ταί‐ος

  Επίθετο

επεξεργασία

τελευταίος, -α, -ο

  1. που βρίσκεται στο τέλος μιας σειράς ή μιας ακολουθίας
    ⮡  μένουμε στο τελευταίο σπίτι του δρόμου
     συνώνυμα: έσχατος, ύστατος
     αντώνυμα: πρώτος
  2. που αναφέρεται ή συνέβη στο κοντινό παρελθόν
    ⮡  τα τελευταία νέα για τον καιρό
     συνώνυμα: πρόσφατος, φρέσκος
     αντώνυμα: προηγούμενος
  3. που βρίσκεται στο τέλος μιας αξιολογικής κλίμακας
    ⮡  είναι ο τελευταίος σπουδαστής, έχει την πιο χαμηλή βαθμολογία
     συνώνυμα: χείριστος
     αντώνυμα: άριστος
  4. που έχει μικρή αξία ή σπουδαιότητα
    ⮡  ακόμη και ο τελευταίος στη βαθμολογία έχει το δικαίωμα να ξαναδοκιμάσει
     συνώνυμα: ασήμαντος
  5. που αναφέρεται στο τέλος μιας σειράς
    ⮡  σήμερα διάβασα εφημερίδα, έγραψα ένα γράμμα και διόρθωσα ασκήσεις. Το τελευταίο με κούρασε πολύ

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

→ και δείτε τις λέξεις τελευτή και τέλος

Εκφράσεις

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία