ύστατος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | ύστατος | η | ύστατη | το | ύστατο |
γενική | του | ύστατου | της | ύστατης | του | ύστατου |
αιτιατική | τον | ύστατο | την | ύστατη | το | ύστατο |
κλητική | ύστατε | ύστατη | ύστατο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | ύστατοι | οι | ύστατες | τα | ύστατα |
γενική | των | ύστατων | των | ύστατων | των | ύστατων |
αιτιατική | τους | ύστατους | τις | ύστατες | τα | ύστατα |
κλητική | ύστατοι | ύστατες | ύστατα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ύστατος < αρχαία ελληνική ὕστατος
Επίθετο
επεξεργασίαύστατος, -η, -ο
- τελευταίος, οριστικός
- που συμβαίνει λίγο πριν ή μετά το θάνατο