↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο χείριστος η χείριστη
χειρίστη
το χείριστο
      γενική του χείριστου
χειρίστου
της χείριστης
χειρίστης
του χείριστου
χειρίστου
    αιτιατική τον χείριστο τη χείριστη
χειρίστη
το χείριστο
     κλητική χείριστε χείριστη
χειρίστη
χείριστο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι χείριστοι οι χείριστες τα χείριστα
      γενική των χείριστων
χειρίστων
των χείριστων
χειρίστων
των χείριστων
χειρίστων
    αιτιατική τους χείριστους
χειρίστους
τις χείριστες τα χείριστα
     κλητική χείριστοι χείριστες χείριστα
Οι δεύτεροι τύποι, λόγιοι, όπως στην αρχαία κλίση.
Κατηγορία όπως «μέγιστoς» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
χείριστος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική χείριστος, υπερθετικός βαθμός του χείρων

  Επίθετο

επεξεργασία

χείριστος

  Μεταφράσεις

επεξεργασία



γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική χείριστος χειρίστη τὸ χείριστον
      γενική τοῦ χειρίστου τῆς χειρίστης τοῦ χειρίστου
      δοτική τῷ χειρίστ τῇ χειρίστ τῷ χειρίστ
    αιτιατική τὸν χείριστον τὴν χειρίστην τὸ χείριστον
     κλητική ! χείριστε χειρίστη χείριστον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ χείριστοι αἱ χείρισται τὰ χείριστ
      γενική τῶν χειρίστων τῶν χειρίστων τῶν χειρίστων
      δοτική τοῖς χειρίστοις ταῖς χειρίσταις τοῖς χειρίστοις
    αιτιατική τοὺς χειρίστους τὰς χειρίστᾱς τὰ χείριστ
     κλητική ! χείριστοι χείρισται χείριστ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ χειρίστω τὼ χειρίστ τὼ χειρίστω
      γεν-δοτ τοῖν χειρίστοιν τοῖν χειρίσταιν τοῖν χειρίστοιν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'μέγιστος' όπως «μέγιστος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Επίθετο

επεξεργασία

χείριστος