χείριστος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | χείριστος | η | χείριστη & χειρίστη |
το | χείριστο |
γενική | του | χείριστου & χειρίστου |
της | χείριστης & χειρίστης |
του | χείριστου & χειρίστου |
αιτιατική | τον | χείριστο | τη | χείριστη & χειρίστη |
το | χείριστο |
κλητική | χείριστε | χείριστη & χειρίστη |
χείριστο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | χείριστοι | οι | χείριστες | τα | χείριστα |
γενική | των | χείριστων & χειρίστων |
των | χείριστων & χειρίστων |
των | χείριστων & χειρίστων |
αιτιατική | τους | χείριστους & χειρίστους |
τις | χείριστες | τα | χείριστα |
κλητική | χείριστοι | χείριστες | χείριστα | |||
Οι δεύτεροι τύποι, λόγιοι, όπως στην αρχαία κλίση. | ||||||
Κατηγορία όπως «μέγιστoς» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- χείριστος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική χείριστος, υπερθετικός βαθμός του χείρων
Επίθετο
επεξεργασίαχείριστος
- (λόγιο) ο χειρότερος
Μεταφράσεις
επεξεργασία χείριστος
|
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαχείριστος
- υπερθετικός βαθμός του χείρων
Πηγές
επεξεργασία- χείριστος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.