κάκιστος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | κάκιστος | η | κάκιστη | το | κάκιστο |
γενική | του | κάκιστου | της | κάκιστης | του | κάκιστου |
αιτιατική | τον | κάκιστο | την | κάκιστη | το | κάκιστο |
κλητική | κάκιστε | κάκιστη | κάκιστο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | κάκιστοι | οι | κάκιστες | τα | κάκιστα |
γενική | των | κάκιστων | των | κάκιστων | των | κάκιστων |
αιτιατική | τους | κάκιστους | τις | κάκιστες | τα | κάκιστα |
κλητική | κάκιστοι | κάκιστες | κάκιστα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- κάκιστος < αρχαία ελληνική κάκιστος
Επίθετο
επεξεργασίακάκιστος, -η, -ο
- υπερθετικός βαθμός του κακός
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- κάκιστος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.