γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική κάκιστος κακίστη τὸ κάκιστον
      γενική τοῦ κακίστου τῆς κακίστης τοῦ κακίστου
      δοτική τῷ κακίστ τῇ κακίστ τῷ κακίστ
    αιτιατική τὸν κάκιστον τὴν κακίστην τὸ κάκιστον
     κλητική ! κάκιστε κακίστη κάκιστον
 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ κάκιστοι αἱ κάκισται τὰ κάκιστ
      γενική τῶν κακίστων τῶν κακίστων τῶν κακίστων
      δοτική τοῖς κακίστοις ταῖς κακίσταις τοῖς κακίστοις
    αιτιατική τοὺς κακίστους τὰς κακίστᾱς τὰ κάκιστ
     κλητική ! κάκιστοι κάκισται κάκιστ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ κακίστω τὼ κακίστ τὼ κακίστω
      γεν-δοτ τοῖν κακίστοιν τοῖν κακίσταιν τοῖν κακίστοιν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'μέγιστος' όπως «μέγιστος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

ζητούμενο λήμμα