Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τελευτή οι τελευτές
      γενική της τελευτής των τελευτών
    αιτιατική την τελευτή τις τελευτές
     κλητική τελευτή τελευτές
Συνήθως στον ενικό
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

τελευτή < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική τελευτή. Δείτε τέλος

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /te.leˈfti/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

τελευτή θηλυκό, μόνο στον ενικό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία

  • Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)