τελευτάω
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία
τελευτάω-ῶ: τελειώνω, καταλήγω
πχ τελευτῶ(τόν βίον)= πεθαίνω
τελευτῶ τόν βίον υπό τίνος= φονεύομαι
τελευτῶν (επίρρημα)= τελικά
τελευτάω-ῶ: τελειώνω, καταλήγω
πχ τελευτῶ(τόν βίον)= πεθαίνω
τελευτῶ τόν βίον υπό τίνος= φονεύομαι
τελευτῶν (επίρρημα)= τελικά