τελευτώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- τελευτώ < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική τελευτῶ, συνηρημένος τύπος του τελευτάω
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /te.leˈfto/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τε‐λευ‐τώ
Ρήμα
επεξεργασίατελευτώ/τελευτάς, τελευτά, ..., πρτ.: τελευτούσα, αόρ.: τελεύτησα (χωρίς παθητική φωνή)
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη τελευταίος
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | τελευτάω - τελευτώ | τελευτούσα | θα τελευτάω - τελευτώ | να τελευτάω - τελευτώ | τελευτώντας | |
β' ενικ. | τελευτάς | τελευτούσες | θα τελευτάς | να τελευτάς | τελεύτα - τελεύταγε | |
γ' ενικ. | τελευτάει - τελευτά | τελευτούσε | θα τελευτάει - τελευτά | να τελευτάει - τελευτά | ||
α' πληθ. | τελευτάμε - τελευτούμε | τελευτούσαμε | θα τελευτάμε - τελευτούμε | να τελευτάμε - τελευτούμε | ||
β' πληθ. | τελευτάτε | τελευτούσατε | θα τελευτάτε | να τελευτάτε | τελευτάτε | |
γ' πληθ. | τελευτάν(ε) - τελευτούν(ε) | τελευτούσαν(ε) | θα τελευτάν(ε) - τελευτούν(ε) | να τελευτάν(ε) - τελευτούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | τελεύτησα | θα τελευτήσω | να τελευτήσω | τελευτήσει | ||
β' ενικ. | τελεύτησες | θα τελευτήσεις | να τελευτήσεις | τελεύτα - τελεύτησε | ||
γ' ενικ. | τελεύτησε | θα τελευτήσει | να τελευτήσει | |||
α' πληθ. | τελευτήσαμε | θα τελευτήσουμε | να τελευτήσουμε | |||
β' πληθ. | τελευτήσατε | θα τελευτήσετε | να τελευτήσετε | τελευτήστε | ||
γ' πληθ. | τελεύτησαν τελευτήσαν(ε) |
θα τελευτήσουν(ε) | να τελευτήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω τελευτήσει | είχα τελευτήσει | θα έχω τελευτήσει | να έχω τελευτήσει | ||
β' ενικ. | έχεις τελευτήσει | είχες τελευτήσει | θα έχεις τελευτήσει | να έχεις τελευτήσει | ||
γ' ενικ. | έχει τελευτήσει | είχε τελευτήσει | θα έχει τελευτήσει | να έχει τελευτήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε τελευτήσει | είχαμε τελευτήσει | θα έχουμε τελευτήσει | να έχουμε τελευτήσει | ||
β' πληθ. | έχετε τελευτήσει | είχατε τελευτήσει | θα έχετε τελευτήσει | να έχετε τελευτήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν τελευτήσει | είχαν τελευτήσει | θα έχουν τελευτήσει | να έχουν τελευτήσει |
|