τελέω
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- τελέω < τέλος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *kʷel- (κινώ, στρίβω)
Ρήμα
επεξεργασίατελέω
- ολοκληρώνω, εκπληρώνω
- πληρώνω (πχ φόρο, μισθό κλπ)
- ξοδεύω, καταναλώνω
- μυώ σε μυστήρια
- τελώ θρησκευτική τελετή