ατέλευτος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ατέλευτος < αρχαία ελληνική ἀτέλευτος
Επίθετο επεξεργασία
ατέλευτος
- ο ανολοκλήρωτος, ο απεράτωτος, ο ημιτελής, ο μισερός, αυτός που έχει αφεθεί στη μέση
Μεταφράσεις επεξεργασία
ατέλευτος
|