ανολοκλήρωτος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ανολοκλήρωτος < αν- (στερητικό α-) + ολοκληρώ(νω) + -τος
Επίθετο
επεξεργασίαανολοκλήρωτος, -η, -ο
- που δεν έχει ολοκληρωθεί
- Ξεκίνησε μια συζήτηση με τον φίλο του, αλλά δεν είχαν αρκετό χρόνο και η συζήτηση έμεινε ανολοκλήρωτη.
Συνώνυμα
επεξεργασίαΑντώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τη λέξη ολόκληρος
Μεταφράσεις
επεξεργασία ανολοκλήρωτος