ημιτελής
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- ημιτελής < αρχαία ελληνική ἡμιτελής
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /i.mi.tɛ.ˈlis/ αρσενικό ή θηλυκό
- ΔΦΑ : /i.mi.tɛ.ˈlɛs/ ουδέτερο
ΕπίθετοΕπεξεργασία
ημιτελής, -ής, -ές
- που δεν έχει τελειώσει, που η κατασκευή ή η δημιουργία του δεν έχει ολοκληρωθεί