απεράτωτος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- απεράτωτος < μεσαιωνική ελληνική απεράτωτος < α- + αρχαία ελληνική περατόω < πέρας
Επίθετο
επεξεργασίααπεράτωτος, -η, -ο
Αντώνυμα
επεξεργασίαΣυνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία απεράτωτος
|