Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
περατωμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Μετοχή
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
περατωμέν
ος
η
περατωμέν
η
το
περατωμέν
ο
γενική
του
περατωμέν
ου
της
περατωμέν
ης
του
περατωμέν
ου
αιτιατική
τον
περατωμέν
ο
την
περατωμέν
η
το
περατωμέν
ο
κλητική
περατωμέν
ε
περατωμέν
η
περατωμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
περατωμέν
οι
οι
περατωμέν
ες
τα
περατωμέν
α
γενική
των
περατωμέν
ων
των
περατωμέν
ων
των
περατωμέν
ων
αιτιατική
τους
περατωμέν
ους
τις
περατωμέν
ες
τα
περατωμέν
α
κλητική
περατωμέν
οι
περατωμέν
ες
περατωμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
περατωμένος
<
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
περατώνω
Μετοχή
επεξεργασία
περατωμένος, -η, -ο
που έχει
περατωθεί
≈
συνώνυμα
:
τελειωμένος
,
τερματισμένος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
περατωμένος
γαλλικά
:
effectué
(fr)
ρουμανικά
:
efectuat
(ro)