effectué
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | effectué | effectués |
θηλυκό | effectuée | effectuées |
Επίθετο
επεξεργασίαeffectué (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | effectué | effectués |
θηλυκό | effectuée | effectuées |
effectué (fr)