↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πραγματοποιημένος η πραγματοποιημένη το πραγματοποιημένο
      γενική του πραγματοποιημένου της πραγματοποιημένης του πραγματοποιημένου
    αιτιατική τον πραγματοποιημένο την πραγματοποιημένη το πραγματοποιημένο
     κλητική πραγματοποιημένε πραγματοποιημένη πραγματοποιημένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πραγματοποιημένοι οι πραγματοποιημένες τα πραγματοποιημένα
      γενική των πραγματοποιημένων των πραγματοποιημένων των πραγματοποιημένων
    αιτιατική τους πραγματοποιημένους τις πραγματοποιημένες τα πραγματοποιημένα
     κλητική πραγματοποιημένοι πραγματοποιημένες πραγματοποιημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πραγματοποιημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου πραγματοποιώ

πραγματοποιημένος, -η, -ο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία