Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

τελευταίοι

  1. τελευταίος, στην ονομαστική του πληθυντικού
  2. τελευταίος, στην κλητική του πληθυντικού