πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο προσδιοριστής οι προσδιοριστές
      γενική του προσδιοριστή των προσδιοριστών
    αιτιατική τον προσδιοριστή τους προσδιοριστές
     κλητική προσδιοριστή προσδιοριστές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
προσδιοριστής (νεολογισμός) < (προσδιορίζω), προσδιορισ- + -τής

Ουσιαστικό

επεξεργασία

προσδιοριστής αρσενικό

  1. (ιατρική) το χαρακτηριστικό (συγγενές, περιβαλλοντικό, συμπεριφοράς) των ατόμων από το οποίο εξαρτάται, συναρτάται ή σχετίζεται η συχνότητα εμφάνισης μιας έκβασης (εμφάνισης μιας πάθησης ή του θανάτου)
  2. (γλωσσολογία, γραμματική, ιδίως για γλώσσες που διαθέτουν οριστικό και αόριστο άρθρο) λέξη (ως είδος μέρους λόγου), πρόθημα, ή φράση που τροποποιεί ένα ουσιαστικό για να προσδιορίσει το είδος της αναφοράς του
    χρειάζεται παράθεμα
     δείτε  determiner στην αγγλική Βικιπαίδεια Λήμμα στην αγγλική Βικιπαίδεια

Συγγενικά

επεξεργασία

 και δείτε τις λέξεις προσδιορίζω, ορίζω και όρος

Μεταφράσεις

επεξεργασία