ενικός         πληθυντικός  
determiner determiners

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

determiner (en)

  1. προσδιορισμός, η ενέργεια και το αποτέλεσμα του ρήματος determine
  2. (γλωσσολογία, γραμματική)
    1. προσδιορισμός
    2. (ειδικότερα) προσδιοριστής (ιδίως για γλώσσες που διαθέτουν οριστικό και αόριστο άρθρο)

για τη γραμματική, προσδιοριστές, determiners για την αγγλική γλώσσα:

Δείτε επίσης

επεξεργασία