Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /mʌt͡ʃ/

  Αντωνυμία

επεξεργασία
παραθετικά
θετικός much
συγκριτικός more
υπερθετικός most

much (en)

  1. πολύς, χρησιμοποιείται με μη μετρήσιμα ουσιαστικά για να δείξει μεγάλη ποσότητα από κάτι
    ⮡  I don’t have much with me.
    Δεν έχω πολλά μαζί μου.
    ⮡  She earns much (=money).
    Κερδίζει πολλά (=χρήματα).
    ⮡  He knows/hides/promises much.
    Ξέρει/κρύβει/υπόσχεται πολλά.
    → δείτε την αντωνυμία a lot
  2. χρησιμοποιείται μετά το επίρρημα how για να ρωτήσει για το ποσό του κάτι
    ⮡  You don't know how much I miss you.
    Δεν ξέρεις πόσο μου λείπεις.
    ⮡  How much did you pay for it?
    Πόσο το πλήρωσες;
    → δείτε τη φραση how much
  3. χρησιμοποιείται με τα as, so, this, that, too και very για να σχηματίσει διάφορες φράσεις
    ⮡  I had two times as much.
    Είχα δύο φορές τόσες.
    ⮡  Take as much as you like.
    Πάρε όσο θέλεις.
    ⮡  I have done so much for you.
    Έχω κάνει τόσα για σένα.
    ⮡  The food is too much that I can’t finish it.
    Το φαγητό είναι τόσο, ώστε δεν μπορώ να το τελειώσω.
    → δείτε τις φράσεις as much, as much as, so much, that much, this much, too much και very much για περισσότερα παραδείγματα

Αντώνυμα

επεξεργασία

  Επίθετο

επεξεργασία

much (en) (χωρίς παραθετικά)

  Επίρρημα

επεξεργασία
παραθετικά
θετικός much
συγκριτικός more
υπερθετικός most

much (en)

  • πολύ, συχνά, σε μεγάλο βαθμό
    ⮡  much better/worse/more - πολύ καλύτερος/χειρότερος/περισσότερος
    ⮡  much earlier/later - πολύ νωρίτερα/αργότερα
    ⮡  I don’t like beer much.
    Δεν μου αρέσει πολύ η μπίρα.
    ⮡  He is very good, but Peter is much better.
    Είναι πολύ καλός, αλλά ο Πέτρος είναι πολύ καλύτερος.
    ⮡  I am feeling much better today.
    Νιώθω πολύ καλύτερα σήμερα.
    ⮡  He looks much better.
    Δείχνει πολύ καλύτερα.
    ⮡  Maybe you are working too much?
    Μήπως δουλεύετε υπερβολικά πολύ;
    ⮡  I don't travel very much.
    Δεν ταξιδεύω συχνά.
    → δείτε τις φράσεις so much, too much και very much για περισσότερα παραδείγματα
    → και δείτε το επίρρημα a lot

Αντώνυμα

επεξεργασία
παραθετικά
θετικός much
συγκριτικός more
υπερθετικός most

much (en)

  1. πολύς, χρησιμοποιείται με μη μετρήσιμα ουσιαστικά για να δείξει μεγάλη ποσότητα από κάτι
    ⮡  much food/salt/vinegar - πολύ φαΐ/αλάτι/ξίδι
    ⮡  much salsa/salad - πολλή σάλτσα/σαλάτα
    ⮡  much money - πολλά λεφτά
    ⮡  We don’t have much time.
    Δεν έχουμε πολύ χρόνο.
    ⮡  Do you drink much milk?
    Πίνετε πολύ γάλα;
    → δείτε τον προσδιοριστή a lot
  2. χρησιμοποιείται μετά το επίρρημα how για να ρωτήσει για το ποσό του κάτι
    ⮡  How much butter do you want?
    Πόσο βούτυρο θέλεις;
    → δείτε τη φραση how much
  3. χρησιμοποιείται με τα as, so, this, that, too και very για να σχηματίσει διάφορες φράσεις
    ⮡  He needed exactly as much time as he had calculated.
    Χρειάστηκε τόσο χρόνο, όσο ακριβώς είχε υπολογίσει.
    ⮡  One bank gives this much percent interest and the other that much.
    Η μία τράπεζα δίνει τόκο τόσα τα εκατό και η άλλη τόσα.
    ⮡  Ice cream contains too much sugar.
    Το παγωτό περιέχει υπερβολική ζάχαρη.
    → δείτε τις φράσεις as much, as much as, so much, that much, this much, too much και very much για περισσότερα παραδείγματα

Αντώνυμα

επεξεργασία

Σημειώσεις

επεξεργασία
  • χρησιμοποιείται μόνο με μη μετρήσιμα ουσιαστικά
  • many χρησιμοποιείται με μετρήσιμα ουσιαστικά
  • → δείτε τις σημειώσεις του many για περισσότερες πληροφορίες

Παράγωγα

επεξεργασία

Εκφράσεις

επεξεργασία