as much as one can do
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΈκφραση
επεξεργασίαas much as one can do (en)
- (ιδιωματισμός) χρησιμοποιείται για να πει ότι κάτι είναι δύσκολο να γίνει
- ⮡ It was as much as I could do not to cry.
- Με δυσκολία κρατήθηκα να μην κλάψω.
- ⮡ It was as much as I could do not to cry.