Ετυμολογία

επεξεργασία
as much as one can do <  δείτε τις λέξεις as, much, as, one, can και do

as much as one can do (en)

  • (ιδιωματισμός) χρησιμοποιείται για να πει ότι κάτι είναι δύσκολο να γίνει
      It was as much as I could do not to cry.
    Με δυσκολία κρατήθηκα να μην κλάψω.