can
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
can | cans |
can (en)
- η κονσέρβα, το κουτί, το μπιτόνι, ο τενεκές, το τενεκεδάκι, ο κάδος, το μεταλλικό δοχείο
- ⮡ a can opener - ανοιχτήρι για κονσέρβες
- ⮡ vegetables in a can - λαχανικά σε κονσέρβα
- ⮡ beer in a can - μπίρα σε κουτί
- ⮡ a jerry can - μπιτόνι
- ⮡ an oil can - τενεκές για λάδι
- ⮡ a trash can -κάδος/δοχείο απορριμμάτων
- η κονσέρβα, το κουτί, το περιεχόμενο
- ⮡ a can of coke - coke κουτί
- ⮡ a can of Mythos - Μύθος κουτί
- (αργκό, ΗΠΑ) φυλακή
Πολυλεκτικοί όροι
επεξεργασίαΡήμα 1
επεξεργασίαενεστώτας | can |
γ΄ ενικό ενεστώτα | can |
αόριστος | could |
παθητική μετοχή | — |
ενεργητική μετοχή | able |
αγγλικά ανώμαλα ρήματα |
can (en) (modal verb)
- μπορώ, να, χρησιμοποιείται για να πει ότι είναι δυνατό κάποιος ή κάτι να κάνει κάτι ή να συμβεί κάτι
- ⮡ Can you come?
- Θα μπορέσεις να έρθεις;
- ⮡ I could not go yesterday.
- Δεν μπόρεσα να πάω χθες.
- ⮡ At last I could see him.
- Επιτέλους μπόρεσα και τον είδα.
- ⮡ Well, I will go, if no one else can.
- Καλά, να πάω εγώ, αν δεν μπορεί να πάει κάποιος άλλος.
- ⮡ What can I do?
- Τι να κάνω;
- ⮡ Can you come?
- μπορώ, χρησιμοποιείται για να πει ότι κάποιος ξέρει πώς να κάνει κάτι
- ⮡ Can you swim?
- Μπορείς να κολυμπήσεις;
- ⮡ I cannot write./I can’t write.
- Δεν μπορώ να γράψω.
- ⮡ Can you swim?
- μπορώ, να, χρησιμοποιείται για να δείξει ότι κάποιος επιτρέπεται να κάνει κάτι
- ⮡ You can go now.
- Μπορείτε να πηγαίνετε τώρα.
- ⮡ He said I could leave.
- Είπε ότι μπορούσα να φύγω.
- ⮡ -“Can I take a chocolate?” -“Yes, of course you can (take one)!”
- -«Να πάρω ένα σοκολατάκι;» -«Και βέβαια να πάρεις!»
- ⮡ You can go now.
- μπορώ, να, χρησιμοποιείται για να ζητήσει άδεια να κάνει κάτι
- ⮡ Can I go out, sir?
- Μπορώ να πάω έξω, κύριε;
- ⮡ Can I also borrow books from the library this weekend?
- Να δανείζομαι κι εγώ βιβλία από τη βιβλιοθήκη τα Σαββατοκύριακα;
- ⮡ -“Can I take a chocolate?” -“Yes, of course you can (take one)!”
- -«Να πάρω ένα σοκολατάκι;» -«Και βέβαια να πάρεις!»
- ≈ συνώνυμα: → και δείτε τη λέξη may
- ⮡ Can I go out, sir?
- να, χρησιμοποιείται για να εκφράσει αμφιβολίες ή έκπληξη
- ⮡ What can I tell you?/What can I do?
- Τι να σου πω;/Τι να κάνω; (ως ρητορική ερώτηση που σημαίνει ότι αμφιβάλλω αν υπάρχει κάτι να σου πω ή να κάνω)
- ⮡ What can I tell you?/What can I do?
Συνώνυμα
επεξεργασίαΑντώνυμα
επεξεργασίαΣημειώσεις
επεξεργασία- χρησιμοποιείται την έκφραση be able to οπότε το ρήμα can είναι ελλειπτικό
- ⮡ για παράδειγμα την πρόταση «Θα μπορέσω να έρθω».
- Η πρόταση “I will be able to come.” είναι σωστό.
- Η πρόταση “I will can come.” είναι λανθασμένο.
- ⮡ για παράδειγμα την πρόταση «Θα μπορέσω να έρθω».
Ρήμα 2
επεξεργασίαενεστώτας | can |
γ΄ ενικό ενεστώτα | cans |
αόριστος | canned |
παθητική μετοχή | canned |
ενεργητική μετοχή | canning |
can (en)
- κονσερβοποιώ
- ⮡ industry that cans olives/tomatoes/fish - βιομηχανία που κονσερβοποιεί ελιές/ντομάτες/ψάρια
- (αμερικανική σημασία)
Εκφράσεις
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- can (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- can (modal verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- can (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Collins Dictionary: What is the difference between can, could and be able to?
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 574. ISBN 9780194325684., λήμμα: μπορώ
Βενετικά (vec)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαcan (vec)
- (θηλαστικό ζώο) ο σκύλος
Τουρκικά (tr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- can < (κληρονομημένο) οθωμανική τουρκική جان (can) <(άμεσο δάνειο) περσική جان (jân) << μέση περσική 𐫃𐫏𐫀𐫗 (gyān) <<< σανσκριτική व्यान (vyāná) [1]
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαcan (tr)
- άυλη οντότητα που επιτρέπει σε ανθρώπους και ζώα να ζουν και χωρίζεται από το σώμα μετά το θάνατο, ψυχή, η βασική αρχή της ύπαρξης και της ζωής
- ζην, ζωή, επιβίωση
- δύναμη, ζωντάνια, ζωτικότητα, σθένος
- άτομο, πρόσωπο, άνθρωπος
- η ύπαρξη ενός ανθρώπου, η ουσία και ο πυρήνας του
- καρδιά, το μέρος που θεωρείται η πηγή των αισθημάτων, των παθών, της ηθικής
- αδελφός του τάγματος σύμφωνα με τις σέκτες των Μπεκτασήδων και των Μεβλεβήδων
Κλίση
επεξεργασίακλίση του can
ενικός | πληθυντικός | |
---|---|---|
ονομαστική | can | canlar |
αιτιατική | canı | canları |
δοτική | cana | canlara |
τοπική | canda | canlarda |
αφαιρετική | candan | canlardan |
γενική | canın | canların |
κτητικές μορφές του can
(ονομαστική) | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
... μου | canım | canlarım |
... σου | canın | canların |
... του | canı | canları |
... μας | canımız | canlarımız |
... σας | canınız | canlarınız |
... τους | canları | canları |
(αιτιατική) | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
... μου | canımı | canlarımı |
... σου | canını | canlarını |
... του | canını | canlarını |
... μας | canımızı | canlarımızı |
... σας | canınızı | canlarınızı |
... τους | canlarını | canlarını |
(δοτική) | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
... μου | canıma | canlarıma |
... σου | canına | canlarına |
... του | canına | canlarına |
... μας | canımıza | canlarımıza |
... σας | canınıza | canlarınıza |
... τους | canlarına | canlarına |
(τοπική) | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
... μου | canımda | canlarımda |
... σου | canında | canlarında |
... του | canında | canlarında |
... μας | canımızda | canlarımızda |
... σας | canınızda | canlarınızda |
... τους | canlarında | canlarında |
(αφαιρετική) | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
... μου | canımdan | canlarımdan |
... σου | canından | canlarından |
... του | canından | canlarından |
... μας | canımızdan | canlarımızdan |
... σας | canınızdan | canlarınızdan |
... τους | canlarından | canlarından |
(γενική) | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
... μου | canımın | canlarımın |
... σου | canının | canlarının |
... του | canının | canlarının |
... μας | canımızın | canlarımızın |
... σας | canınızın | canlarınızın |
... τους | canlarının | canlarının |
κλίση του can (ως κατηγορουμένου)
ενεστώτας | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
είμαι | canım | canlarım* |
είσαι | cansın | canlarsın* |
είναι | can / candır | canlar* / canlardır* |
είμαστε | canız | canlarız |
είστε | cansınız | canlarsınız |
είναι | canlar | canlardır |
αόριστος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ήμουν | candım | canlardım* |
ήσουν | candın | canlardın* |
ήταν | candı | canlardı* |
ήμασταν | candık | canlardık |
ήσασταν | candınız | canlardınız |
ήταν | candı(lar) | canlardı |
έμμεσος / απρόσωπος αόριστος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ήμουν | canmışım | canlarmışım* |
ήσουν | canmışsın | canlarmışsın* |
ήταν | canmış | canlarmış* |
ήμασταν | canmışız | canlarmışız |
ήσασταν | canmışsınız | canlarmışsınız |
ήταν | canmış(lar) | canlarmış |
*Πρόκειται για σπάνιους, κυρίως λόγιους ή ποιητικούς τύπους.
Σημείωση: οι τύποι του πληθυντικού δεν χρησιμοποιούνται για επίθετα. |
Παράγωγα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ can - μονόγλωσσο τουρκικό Ετυμολογικό Λεξικό «Türkçe Etimolojik Sözlük» (2002) του Σεβάν Νισανιάν
Ιταλικά (it)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαcan (it) (διαλεκτικά της Εμίλια-Ρομάνια)
- (θηλαστικό ζώο) ο σκύλος