↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κονσέρβα οι κονσέρβες
      γενική της κονσέρβας των κονσερβών
    αιτιατική την κονσέρβα τις κονσέρβες
     κλητική κονσέρβα κονσέρβες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κονσέρβα < (ιταλ. conserva) < conservare < λατ. cum + servo
 
Ελιές σε κονσέρβα.

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

κονσέρβα θηλυκό

να ανοίξω μια κονσέρβα τόνο;
τα φασολάκια από το αγρόκτημά μου τα δίνω για κονσέρβα

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κονσέρβα < (άμεσο δάνειο) βενετική conserva

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

κονσέρβα θηλυκό (και σήμερα σε χρήση ως ιδιωματικό)

Άλλες μορφές

επεξεργασία