κονσέρβα
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κονσέρβα | οι | κονσέρβες |
γενική | της | κονσέρβας | των | κονσερβών |
αιτιατική | την | κονσέρβα | τις | κονσέρβες |
κλητική | κονσέρβα | κονσέρβες | ||
όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- κονσέρβα < (ιταλ. conserva) < conservare < λατ. cum + servo
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
κονσέρβα θηλυκό
- να ανοίξω μια κονσέρβα τόνο;
- τρόπος διατήρησης τροφίμων με τη συσκευασία τους σε μεταλλικό στεγανό δοχείο, την αποστείρωσή τους και ενίοτε την προσθήκη συντηρητικών ουσιών
- τα φασολάκια από το αγρόκτημά μου τα δίνω για κονσέρβα