↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κονσέρβα οι κονσέρβες
      γενική της κονσέρβας των κονσερβών
    αιτιατική την κονσέρβα τις κονσέρβες
     κλητική κονσέρβα κονσέρβες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κονσέρβα < (άμεσο δάνειο) ιταλική conserva < γαλλική conserve < λατινική conservo (συντηρώ, διατηρώ)[1]
 
Ελιές σε κονσέρβα.

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

κονσέρβα θηλυκό

  1. μεταλλικό στεγανό δοχείο που περιέχει τρόφιμα
    ⮡  να ανοίξω μια κονσέρβα τόνο;
  2. τρόπος διατήρησης τροφίμων με τη συσκευασία τους σε μεταλλικό στεγανό δοχείο, την αποστείρωσή τους και ενίοτε την προσθήκη συντηρητικών ουσιών
    ⮡  τα φασολάκια από το αγρόκτημά μου τα δίνω για κονσέρβα
  3. (μεταφορικά, μειωτικό) χαρακτηρισμός για κάτι που έχει προετοιμαστεί εκ των προτέρων ή για κάτι που είναι τυποποιημένο

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κονσέρβα < (άμεσο δάνειο) βενετική conserva

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

κονσέρβα θηλυκό (και σήμερα σε χρήση ως ιδιωματικό)

Άλλες μορφές

επεξεργασία