↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κονσερβοποιία οι κονσερβοποιίες
      γενική της κονσερβοποιίας των κονσερβοποιιών
    αιτιατική την κονσερβοποιία τις κονσερβοποιίες
     κλητική κονσερβοποιία κονσερβοποιίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κονσερβοποιία < κονσέρβ(α) + -ο- + -ποιία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

κονσερβοποιία θηλυκό

  1. η παραγωγή των κονσερβών
  2. μονάδα παραγωγής κονσερβών

  Μεταφράσεις

επεξεργασία