ενικός         πληθυντικός  
conserve conserves

  Ετυμολογία

επεξεργασία
conserve < παλαιά γαλλική conserver < λατινική conservare (διατηρώ). (μαρτυρείται από το 14ο αιώνα)[1]

  Προφορά

επεξεργασία
Ουσιαστικό
ΔΦΑ : /ˈkɒn.sɜːv/ (βρετανικό)
 
ΔΦΑ : /ˈkɑːn.sɝːv/ (ΗΠΑ)
Ρήμα
ΔΦΑ : /kənˈsɜːv/ (βρετανικό)
ΔΦΑ : /kənˈsɝːv/ (ΗΠΑ)
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

conserve (en) (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο)

Δείτε επίσης

επεξεργασία
ενεστώτας conserve
γ΄ ενικό ενεστώτα conserves
αόριστος conserved
παθητική μετοχή conserved
ενεργητική μετοχή conserving

conserve (en)

  1. (μεταβατικό)
    1. εξοικονομώ
       συνώνυμα: economise (ΗΒ), economize (ΗΠΑ), husband (επίσημο)
    2. το να προστατεύω ένα περιβάλλον
       συνώνυμα: guard, husband (επίσημο), protect, safeguard, secure
  2. (φυσική, χημεία, αμετάβατο) το να παραμένω αμετάβλητος κατά τη διάρκεια μιας διαδικασίας

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. conserve - Merriam–Webster Online Dictionary (μονόγλωσσο λεξικό, αγγλικά, από το 1828)

      ενικός         πληθυντικός  
conserve conserves

  Ετυμολογία

επεξεργασία
conserve < πορτογαλική conservar (συντηρώ, διατηρώ)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

conserve (fr) θηλυκό