Ετυμολογία

επεξεργασία
εξοικονομώ < ελληνιστική κοινή ἐξοικονομέω, -ῶ ("αποβάλλω") < εξ- + οικονομώ

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /e.ksi.ko.noˈmo/

εξοικονομώ

  1. κάνω οικονομία
  2. δημιουργώ απόθεμα για να έχω στη διάθεσή μου
    εξοικονομώ δυνάμεις, χρήματα, πόρους

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία