economize
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | economize |
γ΄ ενικό ενεστώτα | economizes |
αόριστος | economized |
παθητική μετοχή | economized |
ενεργητική μετοχή | economizing |
Ετυμολογία
επεξεργασία
Ρήμα
επεξεργασία
economize (en)