οικονομώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- οικονομώ < αρχαία ελληνική οἰκονομέω, -ῶ < οἰκονόμος < οἶκος + νέμω
Ρήμα
επεξεργασίαοικονομώ
- (και οικονομάω) κερδίζω, αποκτώ ως εισόδημα
- προσπορίζομαι, αποκτώ για τον εαυτό μου
- προσπορίζω, βρίσκω κάτι και το παρέχω σε κάποιον