οἰκονόμος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ/ἡ | οἰκονόμος | οἱ/αἱ | οἰκονόμοι |
γενική | τοῦ/τῆς | οἰκονόμου | τῶν | οἰκονόμων |
δοτική | τῷ/τῇ | οἰκονόμῳ | τοῖς/ταῖς | οἰκονόμοις |
αιτιατική | τὸν/τὴν | οἰκονόμον | τοὺς/τὰς | οἰκονόμους |
κλητική ὦ! | οἰκονόμε | οἰκονόμοι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | οἰκονόμω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | οἰκονόμοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «ἵππος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαοἰκονόμος, -ου αρσενικό ή θηλυκό
Παράγωγα
επεξεργασίαπαράγωγα & σύνθετα με οἰκονομ-
- ἀνοικονόμητος
- ἀποικονομέω
- ἀποικονόμησις
- ἀποικονομητέον
- ἀποικονόμητος
- ἀποικονομία
- δυσοικονόμητος
- ἐξοικονομέω
- ἐξοικονόμησις
- ἐποικονομέομαι
- ἐποικονομητέον
- ἐποικονομία
- εὐοικονόμητος
- κακοικονόμος
- κατοικονομέω
- μετοικονομέω
- οἰκονομέω
- οἰκονόμημα
- οἰκονομημένως
- οἰκονομία
- οἰκονομικός
- οἰκονόμισσα
- περιοικονομέω
- προδιοικονομέω
- προοικονομέω
- προοικονομικῶς
- προσοικονομέομαι
- συνεξοικονομέω
- συνοικονομέω
→ και δείτε τις λέξεις οἶκος, νόμος και νέμω
Πηγές
επεξεργασία- οἰκονόμος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- οἰκονόμος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.