Δείτε επίσης: οικο-

Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

οἰκο- < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική οἰκο- < οἶκο(ς)
  • Επίσης, λέξεις με οἰκο- / νοικο-

  Πρόθημα επεξεργασία

οἰκο- και σπανιότερα οἰκό-

Σύνθετα επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

οἰκο- < οἶκο(ς)

  Πρόθημα επεξεργασία

οἰκο-, σπανιότερα οἰκό- (& οἰκ- πριν από φωνήεν)

Σύνθετα επεξεργασία