οἰκονομία
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | οἰκονομίᾱ | αἱ | οἰκονομίαι |
γενική | τῆς | οἰκονομίᾱς | τῶν | οἰκονομιῶν |
δοτική | τῇ | οἰκονομίᾳ | ταῖς | οἰκονομίαις |
αιτιατική | τὴν | οἰκονομίᾱν | τὰς | οἰκονομίᾱς |
κλητική ὦ! | οἰκονομίᾱ | οἰκονομίαι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | οἰκονομίᾱ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | οἰκονομίαιν | ||
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ. | ||||
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαοἰκονομία θηλυκό