οικο-
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- οικο- < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική οἰκο- < οἶκο(ς)
- για νεότερους όρους < λόγιο ενδογενές δάνειο: διαγλωσσική ορολογία όπως eco- ή γαλλικά éco- [1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /i.ko/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : οι‐κο-
Πρόθημα
επεξεργασίαοικο-, οικό- (και οικ- πριν από φωνήεν)
- το ουσιαστικό οίκος ως πρώτο συνθετικό λέξεων που σχετίζονται
- με το σπίτι, τον οίκο
- με το φυσικό περιβάλλον
- με συγκεκριμένη περιοχή
Σύνθετα
επεξεργασία- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα οικο- στο Βικιλεξικό
- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα οικό- στο Βικιλεξικό
- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα οικ- στο Βικιλεξικό
Μεταφράσεις
επεξεργασία οικο-
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ οικο- - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας