οικόσιτος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- οικόσιτος < (ελληνιστική κοινή) οἰκόσιτος < οἶκος + σῖτος
Επίθετο
επεξεργασίαοικόσιτος, -η, -ο
- για ζώο ή πουλερικό που τρέφεται από τον άνθρωπο και ζει μαζί του
- Ένας οικόσιτος παπαγάλος ...βοήθησε την αστυνομία να συλλάβει τον δολοφόνο της ιδιοκτήτριάς του στη βόρεια ινδική πόλη Άγκρα, αναφέρουν σήμερα δημοσιεύματα. (*)
- (ουσιαστικοποιημένο) οικόσιτο: ζώο ή πουλερικό που τρέφεται από τον άνθρωπο και ζει μαζί του