σίτος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | σίτος | τα | σιτάρια |
γενική | του | σίτου | των | σιταριών |
αιτιατική | τον | σίτο | τα | σιτάρια |
κλητική | σίτε | σιτάρια | ||
Ο πληθυντικός αναπληρώνεται από το σιτάρι. Και στα αρχαία ελληνικά, δείτε ὁ σῖτος - τὰ σῖτα. | ||||
όπως «σίτος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίασίτος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική σῖτος. Δείτε και το σιτάρι.
Ουσιαστικό
επεξεργασίασίτος αρσενικό
- (φυτό, λόγιο) φυτό της οικογένειας των δημητριακών
- ο καρπός του φυτού αυτού από τον οποίο παράγεται το αλεύρι
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίακαι
- αγριοσίταρο
- αλευρόσιτα
- αντιπαρασιτικό
- αντιπαρασιτικός
- απαλοσίτι
- αραβόσιτος
- αραβοσιτάλευρο
- αραβοσιτέλαιο
- αραβοσιτοκαλλιέργεια
- αραβοσιτόφυλλο
- αραβοσιτόψωμο
- αραποσίταρο
- αραποσιτένιος
- αραποσίτι
- αραποσίτικος
- αραπόσιτο
- ασίτευτος
- ασιτία
- άσιτος
- ασπροσίταρο
- ασπροσίτι
- ασπροσίτικος
- ενδοπαράσιτο
- επισιτίζω
- επισιτισμός
- επισιτιστικός
- οικόσιτος
- παρασιτικός
- παρασιτισμός
- παράσιτο
- παρασιτοκτόνος
- παρασιτολογία
- παράσιτος
- παρασιτώ
- σιτάλευρο
- σιταποθήκη
- σιταρένιος
- σιταρήθρα
- σιτάρι
- σιτάρκεια
- σιταρο-
- σιταρόσπορος
- σιταροχώραφο
- σιτέλαιο
- σίτεμα
- σιτεμπόριο
- σιτέμπορος
- σιτεύω
- σιτεμένος
- σιτευτός
- σιτηρά
- σιτηρέσιο
- σιτίζω
- σίτιση
- σιτιστής
- σιτοβολώνας
- σιτοδεία
- σιτοκαλλιέργεια
- σιτοκαλλιεργητής
- σιτοπαραγωγή
- σιτοπαραγωγικός
- σιτοπαραγωγός
- σταρένιος
- σταρήθρα
- συσσιτιάρχης
- συσσίτιο
- υπερσιτίζω
- υπερσιτισμός
- υποσιτίζω
- υποσιτισμός
Μεταφράσεις
επεξεργασία σίτος
→ δείτε τη λέξη σιτάρι |