Δείτε επίσης: σῖτος

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο σίτος τα σιτάρια
      γενική του σίτου των σιταριών
    αιτιατική τον σίτο τα σιτάρια
     κλητική σίτε σιτάρια
Ο πληθυντικός αναπληρώνεται από το σιτάρι.
Και στα αρχαία ελληνικά, δείτε ὁ σῖτος - τὰ σῖτα.
όπως «σίτος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

σίτος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική σῖτος. Δείτε και το σιτάρι.

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σίτος αρσενικό

  1. (φυτό, λόγιο) φυτό της οικογένειας των δημητριακών
  2. ο καρπός του φυτού αυτού από τον οποίο παράγεται το αλεύρι

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

και

  Μεταφράσεις επεξεργασία