παρασιτισμός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- παρασιτισμός < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική parasitisme < αρχαία ελληνική παράσιτος
Ουσιαστικό
επεξεργασία
παρασιτισμός αρσενικό
- (κυριολεκτικά) (μεταφορικά) τρόπος, σχέση συμβίωσης, κατά την οποία ένας οργανισμός ζει σε βάρος άλλου
Άλλες μορφές
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
παρασιτισμός