↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο παράσιτος η παράσιτη το παράσιτο
      γενική του παράσιτου της παράσιτης του παράσιτου
    αιτιατική τον παράσιτο την παράσιτη το παράσιτο
     κλητική παράσιτε παράσιτη παράσιτο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι παράσιτοι οι παράσιτες τα παράσιτα
      γενική των παράσιτων των παράσιτων των παράσιτων
    αιτιατική τους παράσιτους τις παράσιτες τα παράσιτα
     κλητική παράσιτοι παράσιτες παράσιτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
παράσιτος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική παράσιτος, σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική parasite [1] Δείτε και παράσιτο

  Επίθετο

επεξεργασία

παράσιτος, -η, -ο

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία



  Ετυμολογία

επεξεργασία
παράσιτος < παρά + σῖτος + -ος

  Επίθετο

επεξεργασία
→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / παράσιτος τὸ παράσιτον
      γενική τοῦ/τῆς παρασίτου τοῦ παρασίτου
      δοτική τῷ/τῇ παρασίτ τῷ παρασίτ
    αιτιατική τὸν/τὴν παράσιτον τὸ παράσιτον
     κλητική ! παράσιτε παράσιτον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ παράσιτοι τὰ παράσιτ
      γενική τῶν παρασίτων τῶν παρασίτων
      δοτική τοῖς/ταῖς παρασίτοις τοῖς παρασίτοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς παρασίτους τὰ παράσιτ
     κλητική ! παράσιτοι παράσιτ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ παρασίτω τὼ παρασίτω
      γεν-δοτ τοῖν παρασίτοιν τοῖν παρασίτοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

παράσιτος, -ος, -ον

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική παράσιτος οἱ παράσιτοι
      γενική τοῦ παρασίτου τῶν παρασίτων
      δοτική τῷ παρασίτ τοῖς παρασίτοις
    αιτιατική τὸν παράσιτον τοὺς παρασίτους
     κλητική ! παράσιτε παράσιτοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  παρασίτω
γεν-δοτ τοῖν  παρασίτοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

παράσιτος αρσενικό

  1. άτομο που τρώει σε σπίτι άλλου
  2. o ομοτράπεζος
  3. που συντηρείται από άλλους, που παρασιτεί
  4. που συντηρείται δημοσία δαπάνη
  5. κατώτερος αξιωματούχος (που συντηρείται / σιτίζεται δωρεάν)