δημοσία δαπάνη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- δημοσία δαπάνη < καθαρεύουσα δημοσίᾳ δαπάνῃ< δημοσίᾳ, δαπάνῃ στην αρχαία δοτική, θηλυκό < → δείτε τις λέξεις δημόσιος και δαπάνη
Έκφραση
επεξεργασίαδημοσία δαπάνη
- με δαπάνες που καταβάλλει το δημόσιο, το κράτος
- ※ Στο υπουργείο Πολιτισμού επιστρέφει η οικογένεια του Μιχάλη Κακογιάννη τα χρήματα της δημοσία δαπάνη κηδείας του, αποδεχόμενη ωστόσο την τιμή. (* εφημερίδα ΤοΒήμα)
- ≠ αντώνυμα: ιδία δαπάνη