parasite
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαparasite (en)
- το παράσιτο (οργανισμός ή άνθρωπος που ζει εκ βάρους άλλου)
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
parasite | parasites |
parasite (fr) αρσενικό
- το παράσιτο