Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

δωρεάν < αρχαία ελληνική δωρεάν

  Επίρρημα επεξεργασία

δωρεάν

  1. (για κάτι που παρέχεται) χωρίς να απαιτείται η καταβολή χρημάτων ή οποιουδήποτε τιμήματος
    το ξενοδοχείο προσφέρει στους πελάτες του για κάθε τρεις διανυκτερεύσεις άλλη μία δωρεάν
  2. (και ως επίθετο)
    απόψε στο μπαρ έχει δωρεάν μπίρα για όλους

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

δωρεάν < επιρρηματική χρήση της αιτιατικής του ενικού της λέξης δωρεά (ήδη από τον Ηροδότο)

  Επίρρημα επεξεργασία

δωρεάν

  1. δωρεάν, τζάμπα