Ετυμολογία

επεξεργασία
ατελώς < αρχαία ελληνική ἀτελῶς (χωρίς δασμούς)

  Επίρρημα

επεξεργασία

ατελώς

  • χωρίς υποχρέωση καταβολής κάποιου ειδικού φόρου, με ατέλεια φόρου

  Μεταφράσεις

επεξεργασία