↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ατέλεια οι ατέλειες
      γενική της ατέλειας των ατελειών
    αιτιατική την ατέλεια τις ατέλειες
     κλητική ατέλεια ατέλειες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ατέλεια < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀτέλεια[1] < ἀτελής< ἀ- στερητικό + τέλος

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /aˈte.li.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐τέ‐λει‐α

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ατέλεια θηλυκό

  1. η έλλειψη υποχρέωσης για πληρωμή δασμών ή φόρων, η απαλλαγή από αυτούς.
  2. το ελάττωμα

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία