πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ατέλεια οι ατέλειες
      γενική της ατέλειας των ατελειών
    αιτιατική την ατέλεια τις ατέλειες
     κλητική ατέλεια ατέλειες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

ατέλεια θηλυκό

  1. η έλλειψη υποχρέωσης για πληρωμή δασμών ή φόρων, η απαλλαγή από αυτούς.
  2. το ελάττωμα

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

γαλλικά : duty free (fr), hors (fr)taxe (fr)

|}

Αναφορές

επεξεργασία