imperfection
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
imperfection (en)
- η ατέλεια (το ελάττωμα)
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ɛ̃.pɛʁ.fɛk.sjɔ̃/
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- imperfection < δημώδης λατινική imperfectio
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
imperfection | imperfections |
imperfection (fr) θηλυκό