Ουσιαστικό

επεξεργασία

imperfection (en)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ɛ̃.pɛʁ.fɛk.sjɔ̃/

  Ετυμολογία

επεξεργασία
imperfection < δημώδης λατινική imperfectio

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /;;;/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
imperfection imperfections

imperfection (fr) θηλυκό

  1. η ιδιότητα από κάτι που δεν είναι ακόμα τελειωμένο
  2. η ατέλεια (το ελάττωμα), το κουσούρι

Συγγενικά

επεξεργασία